- γεφυρόστρωση
- (-ις (-εως)] η горизонтальный пояс (моста)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεφυρόστρωση — η το σύνολο των οριζόντιων δοκών μιας γέφυρας πάνω στις οποίες στηρίζεται το δάπεδό της … Dictionary of Greek
γεφυρόστρωση — η τα οριζόντια δοκάρια πάνω στα οποία στηρίζεται το δάπεδο μιας γέφυρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek